Μένγκερ, Καρλ

Μένγκερ, Καρλ
(Karl Menger, Νόβι Ζατς, Γαλικία 1840 – Βιέννη 1921). Αυστριακός οικονομολόγος. Διετέλεσε καθηγητής των οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Βιέννης την περίοδο 1873-1903 και υπήρξε ιδρυτής της αυστριακής σχολής, η οποία απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στον ψυχολογικό ή υποκειμενικό παράγοντα και υπήρξε η πρώτη συγκροτημένη σχολή στην οικονομική επιστήμη. Οι βασικές αρχές του αναπτύχθηκαν στο έργο Θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής οικονομίας (Grundsοtze der Volkswirtschaftslehre, Βιέννη 1871). Ο Μ. υποστήριζε την αρχή του ότι τα οικονομικά φαινόμενα είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύονται με ψυχολογικά κριτήρια. Εφαρμόζοντας αυτό το ψυχολογικό κριτήριο στον μηχανισμό που καθορίζει την αξία των αγαθών, ο Μ. υποστήριξε πως η αξία δεν εξαρτάται, όπως ισχυρίζονταν οι κλασικοί οικονομολόγοι, από το κόστος παραγωγής, αλλά από τη χρησιμότητα που ο άνθρωπος αποδίδει στα οικονομικά αγαθά (υποκειμενική αξία). Η διαδικασία αυτή αναπτυσσόταν μέσα από μία ψυχολογική διεργασία, η οποία καθορίζεται από την ένταση των αναγκών που ο άνθρωπος θέλει να ικανοποιήσει και την ποσότητα των αγαθών που προσφέρονται για τον σκοπό αυτό. Ο Μ. υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας της οριακής χρησιμότητας, σύμφωνα με την οποία η τελευταία διαθέσιμη μονάδα του αγαθού (η οριακή) προσδιορίζει και την αξία του για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • Βαλρά, Λεόν — (Léon Walras, Εβρέ, Ερ 1834 – Κλαρέν, Λοζάνη 1910). Γάλλος οικονομολόγος. Καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο Λοζάνης (1870 92) –δεν μπόρεσε ποτέ να διδάξει στη Γαλλία εξαιτίας της εχθρότητας προς τις ιδέες του των Γάλλων… …   Dictionary of Greek

  • οριακή θεωρία — Οικονομική θεωρία που διατυπώθηκε από τη λεγόμενη σχολή της οριακής χρησιμότητας, στην οποία ανήκαν ο Αυστριακός Καρλ Μένγκερ, ο Άγγλος Ουίλιαμ Στάνλεϋ Τζέβονς, ο Γάλλος Λεόν Βαλρά και οι οπαδοί τους. Ο όρος προέρχεται από την έννοια της οριακής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”